- μονοψήφιος
- -α, -ο(για αριθμούς), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο: Το 2 είναι μονοψήφιος αριθμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοψήφιος — α, ο (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο («μονοψήφιος αριθμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψήφιος (< ψηφίο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Κρίσις Βιβλίων Δ Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek